- υπερφαλαγγίζω
- Ν1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης2. περικυκλώνω3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερφαλαγγίζω — υπερφαλαγγίζω, υπερφαλάγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερφαλαγγίζω — υπερφαλάγγισα, υπερφαλαγγίστηκα, υπερφαλαγγισμένος 1. επεκτείνω το μέτωπο της φάλαγγάς μου για να κυκλώσω το ένα ή και τα δύο άκρα της αντίπαλης παράταξης. 2. περικυκλώνω την εχθρική παράταξη: Υπερφαλαγγίστηκε ο ιταλικός λόχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπαρήκω — ἀντιπαρήκω (Α) 1. αντιπαρεκτείνομαι* 2. περικυκλώνω, υπερφαλαγγίζω … Dictionary of Greek
αντιπαραθέω — ἀντιπαραθέω (Α) 1. τρέχω εναντίον κάποιου από τα πλάγια, υπερφαλαγγίζω 2. τρέχω παράλληλα προς κάτι … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
υπερκερώ — ὑπερκερῶ, άω ΝΑ στρ. υπερφαλαγγίζω αρχ. μτφ. 1. (με τοπ. σημ.) εκτείνομαι πέρα από ένα σημείο 2. (για νερό) εκρέω με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κέρας «πτέρυγα παράταξης στρατού ή στόλου»] … Dictionary of Greek
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγώ — έω, ΜΑ υπερφαλαγγίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φάλαγξ, γγος] … Dictionary of Greek